- σειρήνα
- [-ήν (-ήνος)] η1) миф , перен. сирена; 2) сирена, гудок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σειρήνα — η / σειρήν, ῆνος, ΝΑ, και σιρήνα Α 1. μυθ. στον πληθ. οι σειρήνες μυθικές θηλυκές θεότητες που εικονίζονται με ανθρώπινο κεφάλι και σώμα αρπακτικού πτηνού και οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στην είσοδο τού πορθμού τής Σικελίας και με τη γλυκιά… … Dictionary of Greek
Σειρήνα — η ανθρωπόμορφο τέρας της αρχαίας μυθολογίας με κεφάλι γυναίκας και κορμί, πόδια και φτερά όρνιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σειρήνα — η 1. ηχητικό όργανο πλοίων, τρένων, αυτοκινήτων κτλ. 2. ισχυρό ηχητικό όργανο που προειδοποιεί τους κατοίκους των πόλεων για έκτακτα γεγονότα: Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου οι Αθηναίοι ξύπνησαν από τους ήχους των σειρήνων. 3. μτφ., γοητευτική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σειρῆνα — Σειρήν Siren fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sirene — (griechisch Σειρήνα, sirína) bezeichnet: Sirene (Mythologie), ein weibliches Fabelwesen der griechischen Mythologie (1009) Sirene, ein nach dem Fabelwesen benannter Asteroid Sirene (Gerät), eine Einrichtung zur akustischen Alarmierung oder… … Deutsch Wikipedia
Sirina — Syrna Lage der Insel Syrna in der Präfektur Dodekanes Gewässer Mittelmeer Inselgruppe Dodekanes … Deutsch Wikipedia
Syrna — Lage der Insel Syrna im Regionalbezirk Dodekanes Gewässer Mittelmeer … Deutsch Wikipedia
Syrna — Σύρνα (el) Géographie Pays Grece ! … Wikipédia en Français
αερόφωνα — τα (Μουσ.) τα όργανα εκείνα, στα οποία ο αρχικός ήχος παράγεται από μια παλλόμενη μάζα αέρα. Σε πολύ αδρές και γενικές γραμμές η ενότητα αυτή περιλαμβάνει τα ξύλινα πνευστά, τα χάλκινα, τα όργανα με ελεύθερα παλλόμενα γλωσσίδια (αγγλ. free reed… … Dictionary of Greek
ατμοσειρήνα — Συσκευή που λειτουργεί με ατμό και τη χρησιμοποιούσαν κυρίως στα ατμόπλοια για να εκπέμπει ηχητικά σήματα. Ο ατμός μπαίνει σε μία κυλινδρική θήκη με διπλά τοιχώματα και εκρέει με ορμή από λοξές σχισμές του εσωτερικού τοιχώματος. Το ρεύμα αυτό του … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek